σκάντζα

σκάντζα
η мор. смена;

σκάντζα βάρδια — смена вахты, караула


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκάντζα" в других словарях:

  • σκάντζα — η, Ν [σκαντζάρω] 1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάσταση β) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές 2. φρ. «σκάντζα βάρδια» ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς …   Dictionary of Greek

  • σκάντζα — η (λ. ιταλ.), αλλαγή βάρδιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»